- αγροκήπιο(ν)
- το опытный, показательный участок, сад; опытная скотоводческая ферма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγροκήπιο — το αγροτικός κήπος που καλλιεργείται υποδειγματικά: Στο αγροκήπιό του καλλιεργούσε υποδειγματικά φιστίκια και εξέτρεφε μεθοδικά κουνέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροκήπιο — Κήπος που βρίσκεται σε αγροτικό συνοικισμό ή σε αγροτικό κέντρο. Σε όλες τις χώρες, για να επιτευχθεί η βελτίωση της γεωργίας και της ζωοτεχνίας, ιδρύθηκαν πρότυπα α., όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά και διατρέφονται διάφορα ζώα.… … Dictionary of Greek
πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… … Dictionary of Greek
Βάγιας, Θανάσης — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Έμπιστος του Αλή πασά. Καταγόταν από το Λέκλι της Ηπείρου, που σήμερα ανήκει στην Αλβανία. Κατά μια παράδοση, ο Β. βοήθησε στην προαγωγή του Αλή σε δερβέναγα και μετά σε σατράπη των Ιωαννίνων και εκείνος, για… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος, Γρηγόριος — (18ος – 19ος αι.). Γεωπόνος και συγγραφέας. Με δαπάνες της φιλελληνικής εταιρείας του Παρισιού, σπούδασε πρακτική και θεωρητική γεωργία στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ελβετία. Το 1829 διορίστηκε διευθυντής του πρότυπου αγροκηπίου της Τίρυνθας … Dictionary of Greek